Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

ΕΔΩ ΞΑΠΟΣΤΑΣΑΝ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΦΟΡΤΩΜΕΝΕΣ, ΕΔΩ ΡΑΜΦΙΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΣΙΩΠΕΣ ΟΤΑΝ ΣΥΝΝΕΦΙΑΖΕ

 Η νύχτα γέμισε πουλιά, που κολυμπούν στο μαύρο ουρανό με κόπο.

Βγαίνουνε γάτες με χτυπημένα μάτια, χτυπάνε στα τυφλά.

Κάτι ανασαίνει εδώ κοντά.

Το σκοτάδι ακίνητο, με όλα τα παράθυρα κλειστά.

Πίσω τους γδύνονται γυναίκες.

Πλαγιάζουν με περαστικούς.

Ακούω τα βογγητά, ακούω τα φτηνά εσώρουχα, που σκίζονται σαν γάζες.

Παλιές πληγές, παλιές μασχάλες, κορμιά που δεν τελειώνουν.

 

Χωρίς φτερά, μονάχα με τα λέπια μου ανεβαίνω.

Τα φύλλα, τα πουλιά, βαρίδια που με πάνε στον πάτο του ουρανού.

Στα πατρικά χωράφια, χέρσα, στις απαλάμες των νεκρών φυτρώνει ρίγανη σγουρή.

Έρχεται καθαρός αέρας με χτίζει ως τα ρουθούνια.

Φυσάω τον καπνό μου ίσια στα μάτια τ’ ουρανού.

Πέφτει, βαδίζει με τα χέρια, ο θάνατος περνάει ξυστά με πιτσιλίζει.

Αν είναι ο θάνατος μια βρύση που τρέχει κι όχι το μαύρο βόλι που λένε.

 Όχι το μαύρο βόλι που λένε.

Καλπασμός στα νερά.

Άγνωστο είδος ζώου καμώνεται τ’ άλογο.

Σπέρνω σιτάρι με τα δυο μου χέρια.

Πηδάει χαντάκια, πλωτούς ποταμούς, ανάβει τα κοιμισμένα τριζόνια.

Οι μπαξεβάνοι κοιμούνται.

[έβδομο και δέκατο απόσπασμα από ΤΑ ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980 με τίτλο στίχους από το τέταρτο απόσπασμα– συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013 και άλλα ΑΓΡΙΑ και ΗΜΕΡΑ (Ι έως Χ) με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία του ποιητή]

 


ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΠΕΦΤΟΥΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ (Ι)

Ψηλώνω σαν τοπίο, δεν βλέπω τίποτα απ’ τη σκόνη.

Είναι όλα άσπρα κι ύστερα όλα μαύρα κι είμαι μια κουκίδα στις αστραπές των χρωμάτων τους.  Με μάτια κλειστά, ανοιχτό συκώτι και βλέπω. Βλέπω το θαύμα της δημιουργίας σε μια τερατώδη αναπαράσταση. Όπου όλα πρωτόπλαστα εγκαταλείπουν τον παράδεισο κακήν κακώς. Φεύγοντας. Για λίμνες κι άγρια βουνά. Γι’ άγνωστα μέρη!..

Το βόρειο πλάτος και το μήκος τους εγώ. Αγεωγράφητος βιότοπος, φορώντας πάνω απ’ όλα αυτά ένα παλιό μπουφάν.

 

-ΙΙ-

Αρχαίες πέτρες κι αέρας αραιός. Βάζω τα φυσερά, ανάβω τις φωτιές στους λόφους. Ξυπνούν αγρίμια, εκθρονίζονται με πάταγο μπεκάτσες. Ψήνω τα μέλη του θηράματος χωρίς αλάτι. Δίπλα η γυναίκα τα παιδιά.

Ο καπνός ανεβαίνει γαλάζιος στην κρύα μέρα. Στις σκαλωσιές της πάχνης, στις λαμπυρίδες των φύλλων. Με βέβαιο βηματισμό. Λιγνός καλόγερος και βρέχει προσευχές. Το γκρίζο του ασβεστόλιθου τυλίγει την παλιά Μονή. Ακούω τον πεθαμένο ψάλτη δεξιά, τα ένρινα βυζαντινά του.

Με πλατάνια κι άλλα υδροχαρή, σηκώνει ο τόπος το κεφάλι του. Πάνω απ’ το χώμα, πάνω απ’ τις σκεπές, πίσω απ’ την πλάτη των ανθρώπων.

[αποσπάσματα από την ενότητα ΤΑ ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΠΟΥ ΠΑΣ ΓΥΜΝΗ ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΣΠΑΡΤΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ (ΙΙΙ)

Περνούν κοπάδια. Περνούν λαγοί και λαβωμένα αγριογούρουνα. Πέφτουν κοτσύφια από τα δένδρα. Ώρα μετά ξεσπούν οι ντουφεκιές. Ακούγονται κουδούνια και βελάσματα.

Πέφτει ομίχλη σκεπάζει το βουνό.

Φέγγουν στις πέτρες καλογιάννοι.

Πού πας γυμνή φορώντας σπάρτα στο κεφάλι.

Φέγγοντας με τα δυο βυζιά σου, φέγγοντας μες στα μαύρα ρούχα. Με το σταυρό στο στήθος, το λάδι στην ποδιά για τα καντήλια των νεκρών. Μαύρο αρνί βελάζει ανάμεσα στους θάμνους. Φαίνεται χάνεται και πιάνεις τα πατερημά. Και πού τον είδες, πού τον ήξερες τον αγωγιάτη, τι βόσκαε το μουλάρι του, ώρα πολλή, στη ρίζα της γκορτσιάς και βγήκες ιδρωμένη από το νάρθηκα, αχνίζοντας σαν συννεφάκι που το πάει ο αέρας, πού θα την κρύψεις την κοιλιά στο όργωμα, στο βοτάνισμα, στο θέρο, πού θα το πνίξεις το παιδί.

 

V-

Πέτρα που φέγγει μέσα μου τις νύχτες. Εδώ ξαπόστασαν γυναίκες φορτωμένες, εδώ ραμφίσαν τα πουλιά σιωπές όταν συννέφιαζε, δεν έβρεχε κι όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Χαμήλωνε το σύννεφο, ώσπου ακουμπούσε στις σκεπές, έγλειφε ως τα θέμελα τους τοίχους, λαλούσαν οι σφαγμένοι πετεινοί κι αρμένιζε το κάθε σπίτι μοναχό του, ενώ ακινητούσε το χωριό.

Ξενιτεμένοι κουνούσαν τότε τα μαντίλια τους. Από πολύ μακριά. Μπορεί κι από τον κάτω κόσμο.

[αποσπάσματα από την ενότητα ΤΑ ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΑΧ ΧΛΟΗ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ, ΚΟΡΜΙΑ ΠΟΥ ΣΕ ΠΟΤΙΖΟΥΝ (V)

Σβησμένα σώματα. Βρεγμένες τσακμακόπετρες κι αλάτι και βροχή πολλή.

Στάζουν τα δένδρα, τα καμπαναριά, νοτίζονται τα δάχτυλα του Παντοκράτορα.

Αυτό το δίχτυ από νερό κι ομίχλη και πάνω τα βουνά.

Περνάει ο ταχυδρόμος και δένει κόμπους για να μη χαθεί. Σ’ ένα σκοινί που μαύρισε απ’ τα χρόνια. Κουβαλώντας μαντάτα και λογής μονέδες.

Βρεγμένο αμπέχονο, πουκάμισο ιδρωμένο.

Αχ χλόη των βουνών, κορμιά που σε ποτίζουν.

Αχ βρύση, που δε λες να σταματήσεις.

 

-VΙ-

Ξημερώνει και πάλι. Το βουνό φέτες - φέτες απ’ τα’ ανοιχτά παράθυρα της ομίχλης. Δρομολόγια από δένδρο σε δένδρο, φωνές πουλιών, οι στάλες της βροχής στα φύλλα. Πίσω απ’ τον κότσυφα, πίσω απ’ την κίσσα με τ’ αεροβόλο. Πέφτοντας κάθε τόσο στα δίχτυα της αράχνης.

Ωρίμασαν καρποί εδώ γύρω, μέστωσαν καλαμπόκια, ασβοί ανάθρεψαν τα μικρά τους. Γόνατα που ’λαμψαν στο μεσημέρι και γόνατα που χάθηκαν, γοφοί και στήθη και μαλλιά κι εγώ που κυνηγούσα θεοπούλια.

[αποσπάσματα από την ενότητα ΤΑ ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1989]

 

 

ΤΟ  ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ ΜΕΤΑ (VΙΙΙ)

Στα πικρά μετερίζια τόσων και τόσων κοριτσιών, που πολύ αγάπησαν, πολύ κέντησαν, πολύ τραγούδησαν και πολύ τις καμάρωσαν οι δικοί τους, πριν κλείσουν καλά τα παράθυρα και μείνουν όλα απ’ έξω.

Έρχονται νύχτα με κλειστά τ’ αφίλητα μάτια τους κι οι γλάστρες με τους κατιφέδες, τα ποτισμένα βασιλικά, πηδούν σαν βατράχια, ανεβαίνουν τις σκάλες, μπαίνουν στο σπίτι κι είναι όλα στην κάμαρα δωδεκαετή και φοβισμένα.

 

-ΙΧ-

Φυσάει ένα άσπρο απ’ το νερόμυλο του παππού μου. Γύρω κι άλλα δένδρα ανθισμένα κι άλλο αλεύρι. Χιόνια που πέφτουν μαλακά στην ξυπνημένη γη. Πάσχα, το μύριζες παντού. Δεν είχα πού να κρύψω τη χαρά μου, δάγκωνα τρυφερούς κορμούς. Έφτανα κάποτε στη βρόμη λάμνοντας, να δω της Πασχαλιάς τ’ αρνιά.

Ένα μεγάλο μάτι, το ’νιωθα, με κοίταζε κι ήταν θολό απ’ τα αίματα, μπορεί απ’ τα σπλάχνα των αρνιών, μπορεί απ’ τα σπλάχνα του χασάπη. Πάντως από τον ουρανό.

Μετά που έβρεχε βγαίναν βελάσματα σαν ερπετά στους θάμνους, στα χορτάρια, έφευγε η μέρα η δίκαιη, γινόταν παρελθόν κι ούτε που το ’ξερα  με τι κοτσύφια, τι νερά, το βόμβο θα με γέμιζε μετά από τόσα χρόνια. Φυσάει ακόμη απ’ το νερόμυλο του παππού μου, νομίζω κιόλας πως δυναμώνει τ’ άσπρο, καθώς απλοποιούνται σε οστά οι άνθρωποι που γέμιζαν κείνα τα χρόνια.

[αποσπάσματα από την ενότητα ΤΑ ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ… (αθέατος βασιλικός μυρίζει, βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας – πού πάς γυμνή φορώντας σπάρτα στο κεφάλι;): Κι εσύ που ξέρεις από Ποίηση κι εγώ που δεν διαβάζω  κινδυνεύουμε: εσύ να χάσεις τα ποιήματα κι εγώ τις αφορμές τους!...(Κι ας με διαβάζεις…) προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι…  Κάθε τόσο κάνει(ς) μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι κάποιο μυγάκι που σε ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού, δεν μπορεί, θα χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω σου ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό… Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό... Το σηκώνει(ς), μιλάς χειρονομώντας, σαν να γράφει(ς) στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς (σου)… Ξαφνικά σηκώνει(ς) το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους και το κλείνει(ς) απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει(ς) μετά προσεκτικά, φυσάς τη σελίδα και με κοιτάζει(ς) κατάματα. Χαμογελάω χαζά. – Πούσκιν; ρωτάω. – Πούσκιν, απαντάς. – Ρωσίδα; ρωτάω  – Ουκρανή, διορθώνει(ς). Πουτάνα, σκέφτομαι.– Όχι· ποιήτρια, διορθώνεις… Και ξανακάνεις την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζεις) τις σκέψεις μου. [σκόρπιοι στίχοι από τα ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ, μια μικρή πικάντικη ιστορία από το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά ΓΥΝΑΙΚΩΝ και στην εικόνα άλλοι περί Ποιήσεως στίχοι]

Δευτέρα, 8 Μαρτίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ